παραθλίβω

παραθλίβω
V 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 6,32
to press close, to hold, to detain [τινα]; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραθλίβω — Α 1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.) 2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ) 3. φράζω εν μέρει την οπή τού αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • παράθλιψις — ἡ, Α [παραθλίβω] η σύνθλιψη στα πλάγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”